- Μαρξ, Καρλ
- (Heinrich Karl Marx, Τριρ 1818 – Λονδίνο 1883). Γερμανός φιλόσοφος και οικονομολόγος, εβραϊκής καταγωγής. Υπήρξε συνιδρυτής, με τον Φρίντριχ Ένγκελς, του επιστημονικού σοσιαλισμού και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Σπούδασε νομική, ιστορία και φιλοσοφία στη Βόνη, στην Ιένα και στο Βερολίνο, όπου ήρθε σε επαφή με την εγελιανή αριστερά και με τους κύκλους του γερμανικού ριζοσπαστισμού. Αρχικά εργάστηκε στη ριζοσπαστική εφημερίδα της Κολωνίας Rheinische Zeitung, τη διεύθυνση της οποίας ανέλαβε αργότερα. Ωστόσο, το 1843 αναγκάστηκε να παραιτηθεί και λίγο μετά η κυκλοφορία της εφημερίδας απαγορεύτηκε. Τότε ταξίδεψε στο Παρίσι και ίδρυσε μαζί με τον Άρνολντ Ρούγκε τα Γαλλο-γερμανικά Χρονικά (Deutsch-Franzosische Jahrbucher). Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γαλλία επιδόθηκε σε μελέτες της φιλοσοφίας και της πολιτικής οικονομίας. Παράλληλα ήρθε σε επαφή με διάφορους ευρωπαϊκούς επαναστατικούς κύκλους και ιδιαίτερα με τους εργατικούς κύκλους σοσιαλιστικού προσανατολισμού. Το 1844 γνώρισε τον Φρίντριχ Ένγκελς, με τον οποίο γρήγορα ανέπτυξε στενούς δεσμούς φιλίας. Τον επόμενο χρόνο εξορίστηκε από το Παρίσι λόγω των επαναστατικών δραστηριοτήτων του και εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλες, όπου συνέχισε τις οικονομικές και φιλοσοφικές μελέτες του. Το 1848 συνέγραψε με τον Ένγκελς το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (Manifest der kommunistischen Partei) για τη Λίγκα των Κομμουνιστών και έγινε ένας από τους κύριους εκπροσώπους του επαναστατικού σοσιαλισμού. Τότε εξορίστηκε από το Βέλγιο και επέστρεψε στην Κολωνία, όπου ίδρυσε την εφημερίδα Neue Rheinische Zeitung (1848-49). Έπειτα από τη νίκη της αντεπανάστασης, επέστρεψε στο Παρίσι και από τον Αύγουστο του 1849 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο με την οικογένειά του, όπου ασχολήθηκε με την επεξεργασία του κυριότερου έργου του με τον τίτλο Το Κεφάλαιο (Das Kapital), το πρώτο βιβλίο του οποίου εκδόθηκε το 1967. Συγκρούστηκε με τον Μπακούνιν και τους λασαλιστές, ενώ χάρη στο κύρος που απέκτησε στον επιστημονικό χώρο, συνένωσε σταδιακά τις γραμμές του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος μέχρι την ίδρυση (1864) της Διεθνούς των εργατών (η οποία έγινε γνωστή αργότερα με την ονομασία Α’ Διεθνής).Η τελευταία πολιτική του επέμβαση ήταν η συγγραφή της Κριτικής του προγράμματος της Γκότα (The Gotha Programme, 1875), με το οποίο επιχειρούσε να αποσοβήσει τις λασαλικές παρεκκλίσεις μέσα στο νέο εργατικό κόμμα της Γερμανίας. Τα υπόλοιπα έργα του δημοσιεύθηκαν μετά τον θάνατό του με τη φροντίδα του Ένγκελς, τα κυριότερα εκ των οποίων τιτλοφορούνται Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου (Zur Kritik der Hegelschen Rechtsphilosophie, 1843), Οικονομικοφιλοσοφικά χειρόγραφα (Okonomisch-philosophische Manuskripte, 1844), Η γερμανική ιδεολογία (Die deutsche Ideologie, 1845), Η αθλιότητα της φιλοσοφίας (Das Elend der Philosophie, 1847), Κριτική της πολιτικής οικονομίας (Zur Kritik der Politischen Okonomie, 1859) και τέλος Οι θεωρίες για την υπεραξία (Theorien uber den Mehrwert, 1861-63, εκδόθηκαν από τον Κάουτσκι σε τρεις τόμους, 1905-10). Η σκέψη του Μ. γεννήθηκε από τη σύγκλιση διάφορων ρευμάτων του ευρωπαϊκού πνεύματος και ιδιαίτερα από στη συνισταμένη της προβληματικής της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας (Χέγκελ και Φόιερμπαχ), του γαλλικού πολιτικού σοσιαλισμού (Προυντόν κ.ά.) καθώς και της αγγλικής πολιτικής οικονομίας (Σμιθ, Ρικάρντο). Η αφετηρία της βρίσκεται στον θετικό ουμανισμό του Φόιερμπαχ, ο οποίος διατείνεται ότι το υποκείμενο της ιστορίας δεν είναι η Ιδέα ή το Πνεύμα του κόσμου, για το οποίο μιλά ο Χέγκελ, αλλά ο υπαρκτός και ο πραγματικός άνθρωπος, στη συνολική του υπόσταση. Ωστόσο ο Φόιερμπαχ, στην αντιεγελιανή πολεμική του, περιορίστηκε στη διεκδίκηση της φυσικής υπόστασης του ανθρώπου, ενώ για τον Μ. αντίθετα, η φύση του ανθρώπου δεν θεωρείται κάτι δεδομένο a priori, δεν αποτελεί μια αμετάβλητη και μόνιμη δομή, αλλά διαμορφώνεται μέσα στην κοινωνία και στην ιστορία. Ειδικότερα, ο Μ. υποστηρίζει ότι η ουσία του ανθρώπου δεν έγκειται στη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, σχέση που αποτελεί την εσωτερικότητα ή την πνευματικότητά του, και που μπορεί να καθορίζεται μια φορά για πάντα και κατά γενικό τρόπο, αλλά διαμορφώνεται και εξελίσσεται στη διάρκεια των σχέσεων του ανθρώπου με τους συνανθρώπους του και με τη φύση: σχέσεων που δεν καθορίζονται άπαξ και δια παντός, αλλά είναι μεταβαλλόμενες ανάλογα με τη διαμόρφωση των τρόπων παραγωγής και των μορφών της κοινωνικής οργάνωσης. Αυτή η συλλογιστική αποτελεί την αφετηρία της αντίθεσης του Μ. προς τον Φόιερμπαχ και τον Χέγκελ. Προς τον πρώτο, γιατί παρακάμπτει όλα τα ιστορικό-κοινωνικά περιεχόμενα, τα οποία συμπεριλαμβάνονται στη σκέψη του Χέγκελ και προς τον δεύτερο, επειδή ανάγει τις ιστορικές σχέσεις, οι οποίες είναι σχέσεις πραγματικές και αντικειμενικές, σε σχέσεις αφηρημένες και τυπικές, δηλαδή σε σχέσεις της συνείδησης με τον εαυτό της. Ο Μ. αναγνωρίζει στον Χέγκελ το γεγονός ότι απέδειξε πως ο άνθρωπος είναι το προϊόν της εργασίας του και συνεπώς της ιστορίας· ωστόσο του προσάπτει το σφάλμα ότι θεώρησε την εργασία αποκλειστική δραστηριότητα της ιδέας ή της αυτοσυνείδησης. Σύμφωνα με τον Μ. η εργασία είναι σχέση πραγματική και αντικειμενική. Απέναντι στην πνευματικοποίηση της σχέσης αυτής, που επιχειρεί ο εγελιανισμός, ο Μ. επιμένει στη διατήρηση της υλικότητάς της, δηλαδή στον εξωτερικό και αντικειμενικό χαρακτήρα της· χαρακτήρα που προσδίδει στον άνθρωπο της σύγχρονης αστικής κοινωνίας ιδιότητες και συμπεριφορές βαθύτατα διαφορετικές από εκείνες του ανθρώπου των αρχαίων δουλοκτητικών κοινωνιών, των φεουδαρχικών κλπ. Ο Μ. θεωρεί ότι η ηθική, η θρησκεία, η μεταφυσική και οτιδήποτε ανήκει στη σφαίρα του ιδεώδους δεν διαγράφει μεμονωμένη, ανεξάρτητη ιστορία, καθώς οι άνθρωποι μεταβάλουν τον τρόπο σκέψης τους ανάλογα με την ανάπτυξη των κοινωνικών τους σχέσεων, η οποία απορρέει από την ανάπτυξη παραγωγής τους· δηλαδή η ζωή δεν καθορίζεται από τη συνείδηση, αλλά το αντίστροφο. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος διαδραματίζει παθητικό ρόλο στην ιστορία, αλλά η κυρίαρχη δραστηριότητα του, από την οποία απορρέουν τα πάντα, είναι η παραγωγική, νοούμενη ως σχέση των ανθρώπων μεταξύ τους και ταυτόχρονα με τη φύση. Αν όμως η ανθρώπινη προσωπικότητα είναι ουσιαστικά η συνισταμένη των κοινωνικών σχέσεων της παραγωγής και της εργασίας, τότε εξάγεται το συμπέρασμα ότι η διαμόρφωση μιας ελεύθερης και αρμονικής προσωπικότητας δεν αποτελεί μεμονωμένο, ατομικό πρόβλημα που εξαρτάται από μια εσωτερική και πνευματική τελειοποίηση, η οποία θα μπορούσε να πραγματωθεί μέσω της ηθικής, αλλά αποτελεί κοινωνικό πρόβλημα, άμεσα εξαρτώμενο από τον μετασχηματισμό της οικονομικής διάρθρωσης της κοινωνίας· δηλαδή το πρόβλημα του ανθρώπου γίνεται πρόβλημα της κοινωνίας. Ο ουμανισμός μετατρέπεται σε κοινωνιολογία, δηλαδή σε μελέτη της ανθρώπινης κοινωνικής οργάνωσης στην ιστορική της εξέλιξη. Η πνευματική και θρησκευτική αλλοτρίωση που περιέγραψε ο Φόιερμπαχ έχει ως υπόβαθρο μια πρακτική αλλοτρίωση η οποία δεν μπορεί να ερμηνευθεί παρά μόνο μέσω μιας εσωτερικής αποσύνθεσης της κοινωνίας. Ο άνθρωπος αντικειμενοποιεί και διαχωρίζει από τον εαυτό του την ουσία του, την καθιστά μια ξένη ύπαρξη που τον εξουσιάζει, μια θεότητα που τη θαυμάζει, γιατί σε πρακτικό επίπεδο ο άνθρωπος διαχωρίζεται από τους άλλους ανθρώπους και η κοινωνία είναι χωρισμένη σε τάξεις. Η διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις, που χαρακτηρίζει όλες τις ανθρώπινες κοινωνικές οργανώσεις μετά τη διάλυση των πρωτόγονων κοινοτήτων, έφτασε, σύμφωνα με τον Μ., στο αποκορύφωμά της στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, όπου τα μέσα της παραγωγής εμφανίζονται τελείως διαχωρισμένα από τα άτομα, αποτελώντας έναν ξεχωριστό κόσμο, ξένο και αντίθετο προς τους ανθρώπους που εργάζονται: τον κόσμο της ατομικής ιδιοκτησίας. Επαναλαμβάνοντας τη θεωρία της αξίας-εργασίας, την οποία είχαν ήδη εν μέρει επεξεργαστεί ο Σμιθ και ο Ρικάρντο, σύμφωνα με την οποία χρήμα και εμπόρευμα δεν είναι παρά συσσωρευμένη ανθρώπινη εργασία, ο Μ. έθεσε στον πυρήνα της ανάλυσής του τη σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργατική δύναμη. Το κεφάλαιο, δηλαδή η ατομική ιδιοκτησία των σύγχρονων μέσων παραγωγής, είναι ιδιοποίηση ανθρώπινης εργασίας, η οποία δεν έχει πληρωθεί. Η προέλευση της ιδιοποίησης αυτής είναι η εξής: η αξία ενός αγαθού καθορίζεται από την ποσότητα εργασίας, η οποία είναι αναγκαία για να παραχθεί. Ο καπιταλιστής αγοράζει την εργατική δύναμη του μισθωτού πληρώνοντάς την, όπως πληρώνεται κάθε εμπόρευμα, με βάση την ποσότητα εργασίας που χρειάζεται για να παραχθεί, δηλαδή με βάση το πόσο χρειάζεται για τη συντήρηση του εργάτη και της οικογένειας του. Ωστόσο η εργατική δύναμη παράγει περισσότερη αξία από όσο κοστίζει. Η διαφορά, η υπεραξία, που παραμένει στα χέρια του εργοδότη, είναι αυτό ακριβώς που αποτελεί το κεφάλαιο. Απασχολώντας νέα εργατική δύναμη, το κεφάλαιο αυτό συσσωρεύεται και αυξάνεται διαρκώς. Το φαινόμενο της συσσώρευσης, σε συνδιασμό με τον ανταγωνισμό μεταξύ των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, προκαλεί μια αυξανόμενη καπιταλιστική συγκέντρωση, δηλαδή τον σχηματισμό επιχειρήσεων-γιγάντων, που απορροφούν και εξαφανίζουν από την αγορά τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Συγκέντρωση, συνεπώς, του πλούτου σε έναν πόλο της κοινωνίας, και της φτώχειας στον αντίθετο. Σύμφωνα με τον Μ. η σοσιαλιστική κοινωνία πραγματοποιείται με την εξάλειψη της ατομικής ιδιοκτησίας, του κεφαλαίου και την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Συμπεριλαμβανομένης και της εξάλειψης της διαίρεσης της κοινωνίας σε τάξεις, ο άνθρωπος θα καταστεί ικανός να ανακτήσει τις απαλλοτριωμένες δυνάμεις του και να εγκαθιδρύσει ένα κοινωνικό σύστημα εγγύτερο στη φύση του, όπου η ελευθερία του καθενός θα αποτελεί μέσο και προϋπόθεση της ελευθερίας όλων των άλλων. Ωστόσο η γέννηση, η επιβολή και η νίκη του κομμουνισμού δεν εξαρτώνται μόνο από την καλή θέληση των ανθρώπων, αλλά προετοιμάζονται και γίνονται δυνατές από την ίδια την εξέλιξη των αντικειμενικών ιστορικών συνθηκών. Ο κομμουνισμός δεν είναι δηλαδή, σύμφωνα με τον Μ., μια αφηρημένη δεοντολογία, ένα ιδανικό, μια ουτοπία, που αντιτίθεται στην ιστορική πραγματικότητα και απαιτεί να την στρέψει προς τη δική του κατεύθυνση, αλλά είναι η αναπόφευκτη κατάληξη της ιστορικής πορείας και η μόνη δυνατή λύση των αντιφάσεων της αστικής κοινωνίας. Αυτό είναι άλλωστε το περιεχόμενο της μόνιμης κριτικής που άσκησε ο Μ. κατά του λεγόμενου ουτοπιστικού σοσιαλισμού, των σοσιαλιστών δηλαδή που, κατά τη γνώμη του, περιορίζονταν στην επισήμανση των αδικιών της καπιταλιστικής κοινωνίας, χωρίς να ερευνούν τις αρχές της οικονομικής διάρθρωσής της και χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι ένας ριζικός μετασχηματισμός της οικονομίας οδηγεί σε μία εξίσου ριζική πολιτική αλλαγή.
Οι θεωρίες του Καρλ Μαρξ, ιδρυτή του ιστορικού υλισμού, άσκησαν θεμελιώδη επίδραση στη σύγχρονη σκέψη και ιστορία.
Προμετωπίδα μιας έκδοσης του 1867, στο Αμβούργο, του πρώτου τόμου του βασικού έργου του «Το Κεφάλαιο - Κριτική της πολιτικής οικονομίας».
Αυτόγραφη σελίδα από το «Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ.
Οι θεωρίες του Καρλ Μαρξ (1818-1883), ιδρυτή του ιστορικού υλισμού, άσκησαν θεμελιώδη επίδραση στη σύγχρονη σκέψη και ιστορία.
Dictionary of Greek. 2013.